- ἱππάσιμα
- ἱππάσιμοςfit for horsesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππάσιμος — η, ο (Α ἱππάσιμος, ασίμη, ον) [ιππάζομαι] (για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς… … Dictionary of Greek
συνελαύνω — ΜΑ, ομηρ. και αττ. τ. ξυνελαύνω Α [ἐλαύνω] παρορμώ, παρακινώ αρχ. 1. οδηγώ μαζί προς ένα μέρος («συνελάσσας εἰς τὰ ἱππάσιμα χωρία τὰ θηρία», Ξεν.) 2. σύρω ορμητικά προς ένα μέρος μαζί 3. (σχετικά με τα δόντια) χτυπώ («σὺν δ ἤλασ ὀδόντας», Ομ.… … Dictionary of Greek